- παλιοθήλυκο
- τοβλ. παλιογυναίκα και παλιοκόριτσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλιοθήλυκο — το παλιοκόριτσο, βρομοθήλυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι (ο) (βλ. λ. παλαιο ) + θηλυκό] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
γύναιο — το γυναίκα χαμηλού επιπέδου, παλιοθήλυκο: Μη συναναστρέφεσαι με αυτό το γύναιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)